- λαχανοφυτεία
- ηφυτεία λαχάνων, έκταση γης ή κήπου φυτεμένη με λάχανα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αντώνιο Μηλιαράκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχανοφυτεία — η φυτεία με λάχανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek